- μπέϊκα
- επίρρ. :
περνώ ( — или ζω) μπέϊκα — жить по-барски, жить в роскоши, жить припеваючи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περνώ ( — или ζω) μπέϊκα — жить по-барски, жить в роскоши, жить припеваючи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπέικα — επίρρ. βλ. μπέικος … Dictionary of Greek
μπέικος — η, ο, θηλ. και ια [μπέης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μπέη ή αυτός που αρμόζει σε μπέη, άνετος, πλουσιοπάροχος («μπέικη ζωή») 2. αυταρχικός, αλαζονικός. επίρρ... μπέικα 1. με τρόπο που προσιδιάζει σε μπέη, με πολυτέλεια, με καλοπέραση,… … Dictionary of Greek